- κουτάκι
- τουποκορ. του κουτί μικρό κουτί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουτάκι — το μικρό κουτί … Dictionary of Greek
αλαβαστοθήκη — ἀλαβαστοθήκη, η (Α) 1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων 2. μικρό κουτί, κουτάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κοιτίδα — η (Α κοιτίς, ίδος) [κοίτη νεοελλ.] 1. λίκνο, κούνια, κρεβατάκι 2. μτφ. ο τόπος γέννησης, η πατρίδα 3. μτφ. ο τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, η γενέτειρα («η κοιτίδα τού πολιτισμού») αρχ. 1. μικρό κιβώτιο, κουτάκι, θήκη 2. καλάθι,… … Dictionary of Greek
κρονοθήκη — κρονοθήκη, ἡ (Α) δοχείο παλιών ανοησιών, κουτάκι με βλακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «μωρός, ανόητος» + θήκη] … Dictionary of Greek
κυτίδιον — κυτίδιον, τὸ (Α) [κύτος] κουτάκι … Dictionary of Greek
κυτίς — κυτίς, ίδος, ἡ (Α) [κύτος] μικρό κουτί, κουτάκι … Dictionary of Greek
προχείριον — τὸ, Α μικρό σακκίδιο ή κουτάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
σταθμίδιον — τὸ, Α [σταθμός] μικρό κιβώτιο, κουτάκι … Dictionary of Greek